- φιτυποίμην
- φῑτῠποίμην, ενος, ὁ, poet. for φυτοκόμος,A tender of plants, gardener,
ἀνδρὸς φ. δίκην A.Eu.911
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνδρὸς φ. δίκην A.Eu.911
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιτυποίμην — ενος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) φυτοκόμος, κηπουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῖτυ «κλαδί, βλαστάρι» + ποιμήν, ένος] … Dictionary of Greek
φιτυποίμενος — φῑτυποίμενος , φιτυποίμην tender of plants masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)